- παραγκαλίζομαι
- ΜΑπαίρνω κάποιον στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραγκαλίζεσθαι — παραγκαλίζομαι take into one s arms pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγκαλίσασθαι — παραγκαλίζομαι take into one s arms aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγκάλισμα — τό, Α [παραγκαλίζομαι] (ποιητ. τ.) 1. αυτό που παίρνει κανείς στην αγκαλιά του 2. (για σύζυγο ή για ερωμένη) καθετί το αγαπητό και προσφιλές … Dictionary of Greek